- εξάμερο
- το1. το εξαήμερο, η εξαημερία.2. ως επίρρ., εξάμερο για έξι ημέρες, επί έξι ημέρες: Εξάμερο ταξιδεύαμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξάμερο — το 1. εξαήμερο 2. (ως επίρρ.) για έξι ημέρας … Dictionary of Greek